- πεντεκαιδεκατημόριον
- πεντεκαιδεκατημόριονfifteenth partneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντεκαιδεκατημόριον — τὸ, Α το δέκατο πέμπτο τμήμα ενός όλου («πεντεκαιδεκατημόριον τοῡ μηνός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδέκατος + μόριον (< μόρος), πρβλ. μυριοστη μόριον, ογδοη μόριον. Το η τού τ. με ανομοίωση προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων] … Dictionary of Greek